ἀρθριτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθριτικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αρθρίτιδα· το ουδ. ως ουσ., τα αρθριτικά η αρρώστια αρθριτισμός: Κάνει ζεστά μπάνια, γιατί υποφέρει από αρθριτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρθριτικά — ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc pl ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc/acc dual ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικῶν — ἀρθριτικός of fem gen pl ἀρθριτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικόν — ἀρθριτικός of masc acc sg ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαῖς — ἀρθριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαί — ἀρθριτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖς — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσι — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσιν — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)