αρθριτικός

αρθριτικός
-ή, -ό (Α ἀρθριτικός, -ή, -όν) [αρθρίτιδα]
1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά
η αρθρίτιδα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀρθριτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρθριτικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αρθρίτιδα· το ουδ. ως ουσ., τα αρθριτικά η αρρώστια αρθριτισμός: Κάνει ζεστά μπάνια, γιατί υποφέρει από αρθριτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρθριτικά — ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc pl ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc/acc dual ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικῶν — ἀρθριτικός of fem gen pl ἀρθριτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικόν — ἀρθριτικός of masc acc sg ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικαῖς — ἀρθριτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικαί — ἀρθριτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικοῖς — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικοῖσι — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρθριτικοῖσιν — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”